- βαθυλήιος
- βαθυ-λήιος (λήιον): with deep (highwaving) grain, Il. 18.550†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
βαθυλήιος — βαθυλήϊος , βαθυλήιος with deep crop masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυλήιος — βαθυλήϊος, ον (Α) με πυκνά σπαρτά, εύφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + λήϊον «αθέριστοι καρποί» … Dictionary of Greek
βαθυλήιον — βαθυλήϊον , βαθυλήιος with deep crop masc/fem acc sg βαθυλήϊον , βαθυλήιος with deep crop neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… … Dictionary of Greek
βαθυληίους — βαθυληΐους , βαθυλήιος with deep crop masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)